κούπφερρον

κούπφερρον
το
χημ. αζωτούχος οργανική ένωση, νιτρωδαμίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. cupferron < αγγλ. cupric (< μτγν. λατ. cuprum < Κύπρος) + αγγλ. ferric (< λατ. ferrum «σίδηρος») + κατάλ. -on].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”